Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυσιαστήριο το [θisiastírio] Ο40 : μέρος ή χώρος ιερός, όπου τελείται η θυσία. || η Aγία Tράπεζα των χριστιανικών ναών.
[λόγ. < ελνστ. θυσιαστήριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυσιαστήριον το· θεσιαστήρι· θυσιαστήρι· θυσιαστήριν· θυσιαστήριο.
-
- 1) Βωμός:
- (Αχέλ. 2369).
- 2) Αγία Τράπεζα:
- (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1248).
[μτγν. ουσ. θυσιαστήριον. Ο τ. ‑ιο και σήμ.]
- 1) Βωμός: