Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυσιάζω [θisiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προσφέρω κτ. ως θυσία, κάνω θυσία: Οι Aρχαίοι Έλληνες θυσίαζαν στους θεούς. 2. (μτφ.) α. υφίσταμαι υλική ή πνευματική στέρηση, κάνω σημαντικές παραχωρήσεις προς όφελος και για χάρη άλλου ή για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου: Θυσίασε το μέλλον του / τα νιάτα του. Θυσιάστηκε για τα παιδιά του. Mια ολόκληρη γενιά αγωνιστών θυσιάστηκε για μια χαμένη υπόθεση. ~ τη ζωή μου, σκοτώνομαι: Tιμούμε αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους / που θυσιάστηκαν για την πατρίδα. β. εκούσια στερούμαι ή απαρνιέμαι κτ. προκειμένου να κερδίσω ή να πετύχω κτ. άλλο: Θυσίασε τα πάντα για το χρήμα. Δε θυσιάζει την ησυχία του για τίποτα. Tο περιβάλλον θυσιάστηκε στο βωμό της οικονομικής ανάπτυξης.
[λόγ.: 1: ελνστ. θυσιάζω· 2: κατά την εξέλιξη της σημ. της λ. θυσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυσιάζω· θεσιάζω.
-
- I. Ενεργ.
- α) Κάνω θυσία:
- σε ποιο (ενν. ναό) να θυσιάσουσι; (Πανώρ. Δ´ 176)·
- β) τιμώ κάπ. με θυσία:
- να θυσιάσεις τον Θεόν (Χούμνου, Κοσμογ. 735)·
- γ) προσφέρω κ. ή κάπ. ως θυσία:
- (Πόλ. Τρωάδ. 646), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [460]).
- α) Κάνω θυσία:
- II. (Μέσ.) προσφέρω τον εαυτό μου θυσία:
- Στες αγκαλιές της έπεσε νεκρός και θυσιασμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [564]).
[μτγν. θυσιάζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.