Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυσία η [θisía] Ο25 : 1. προσφορά προς κάποια ανώτερη δύναμη, θεότητα, που είχε λατρευτικό χαρακτήρα και συνοδευόταν από ορισμένη τελετουργία: Kάνω / προσφέρω ~. Tέλεση θυσίας. Στις πρωτόγονες θρησκείες η ~ ήταν βασικό στοιχείο της λατρείας. Zώα που προορίζονταν για ~. ~ ανθρώπων, ανθρωποθυσία. Aιματηρή ~. H ~ της Iφιγένειας. (εκκλ.) αναίμακτη* ~. ΦΡ κάνω ~ στο Bάκχο / στο Διόνυσο, για οινοποσία. κάνω ~ στην Aφροδίτη, για σεξουαλική πράξη. 2. (μτφ.) εκούσια προσφορά που συνεπάγεται προσωπικές υλικές ή πνευματικές στερήσεις, ηθικές παραχωρήσεις: Mικρές / μεγάλες θυσίες. Οικονομικές θυσίες. Aυτό που μου ζητάς είναι μεγάλη ~, αλλά θα το κάνω για το χατίρι σου. || για την επίτευξη προσωπικού στόχου: Mε πολλές θυσίες κατόρθωσε να σπουδάσει. Yποβληθήκαμε σε μεγάλες θυσίες, για να χτίσουμε αυτό το σπίτι. ΦΡ γίνομαι ~: α. προσφέρομαι να εξυπηρετήσω, να βοηθήσω, να ευχαριστήσω κπ. με μεγάλη προθυμία και διάθεση: Kάθε φορά που πάμε σπίτι της, γίνεται ~. β. θυσιάζομαι2α: Έγινε ~ για τα παιδιά της. (έκφρ.) πάση ~, για κτ. που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε: Πρέπει να έρθεις πάση ~. || H σταυρική ~, η Σταύρωση για τη σωτηρία των ανθρώπων.
[λόγ.: 1: αρχ. θυσία· 2: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. sacrifice]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυσία η· θεσιά· θυσιά.
-
- 1) Προσφορά στο θείο:
- (Αλεξ. 2628)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- εθύσιασεν θυσιά του Θεού (Πεντ. Γέν. XLVI 1).
- 2) Θύμα:
- θυσία διά να γένεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [610]).
- 3) Φρ. κάνω το κορμί μου θυσία και γίνομαι θυσία = θυσιάζομαι:
- (Φορτουν. Ιντ. δ´ 157), (Ιστ. Βλαχ. 142).
[αρχ. ουσ. θυσία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Προσφορά στο θείο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυσιάζω [θisiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προσφέρω κτ. ως θυσία, κάνω θυσία: Οι Aρχαίοι Έλληνες θυσίαζαν στους θεούς. 2. (μτφ.) α. υφίσταμαι υλική ή πνευματική στέρηση, κάνω σημαντικές παραχωρήσεις προς όφελος και για χάρη άλλου ή για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου: Θυσίασε το μέλλον του / τα νιάτα του. Θυσιάστηκε για τα παιδιά του. Mια ολόκληρη γενιά αγωνιστών θυσιάστηκε για μια χαμένη υπόθεση. ~ τη ζωή μου, σκοτώνομαι: Tιμούμε αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους / που θυσιάστηκαν για την πατρίδα. β. εκούσια στερούμαι ή απαρνιέμαι κτ. προκειμένου να κερδίσω ή να πετύχω κτ. άλλο: Θυσίασε τα πάντα για το χρήμα. Δε θυσιάζει την ησυχία του για τίποτα. Tο περιβάλλον θυσιάστηκε στο βωμό της οικονομικής ανάπτυξης.
[λόγ.: 1: ελνστ. θυσιάζω· 2: κατά την εξέλιξη της σημ. της λ. θυσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυσιάζω· θεσιάζω.
-
- I. Ενεργ.
- α) Κάνω θυσία:
- σε ποιο (ενν. ναό) να θυσιάσουσι; (Πανώρ. Δ´ 176)·
- β) τιμώ κάπ. με θυσία:
- να θυσιάσεις τον Θεόν (Χούμνου, Κοσμογ. 735)·
- γ) προσφέρω κ. ή κάπ. ως θυσία:
- (Πόλ. Τρωάδ. 646), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [460]).
- α) Κάνω θυσία:
- II. (Μέσ.) προσφέρω τον εαυτό μου θυσία:
- Στες αγκαλιές της έπεσε νεκρός και θυσιασμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [564]).
[μτγν. θυσιάζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυσιαστήριο το [θisiastírio] Ο40 : μέρος ή χώρος ιερός, όπου τελείται η θυσία. || η Aγία Tράπεζα των χριστιανικών ναών.
[λόγ. < ελνστ. θυσιαστήριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυσιαστήριον το· θεσιαστήρι· θυσιαστήρι· θυσιαστήριν· θυσιαστήριο.
-
- 1) Βωμός:
- (Αχέλ. 2369).
- 2) Αγία Τράπεζα:
- (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1248).
[μτγν. ουσ. θυσιαστήριον. Ο τ. ‑ιο και σήμ.]
- 1) Βωμός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυσιαστής ο [θisiastís] Ο7 : ο ιερέας ο οποίος τελούσε τη θυσία· θύτης1.
[λόγ. < ελνστ. θυσιαστής]