Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυρωρείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυρωρείο το [θirorío] Ο39 : ειδικά διαμορφωμένος χώρος στην είσοδο ενός κτιρίου στον οποίο βρίσκεται ο θυρωρός τις ώρες της εργασίας του.

[λόγ. < ελνστ. θυρωρεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες