Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυρίδα η [θiríδa] Ο26 : 1. μικρό άνοιγμα σε μεσότοιχο ή σε άλλο διαχωριστικό στοιχείο ενός χώρου εργασίας, το οποίο χρησιμοποιείται για τις συναλλαγές του κοινού με τους υπαλλήλους που εργάζονται εκεί· γκισέ: Θα σας εξυπηρετήσουν στην τάδε ~. Aυτόματη ~ καταθέσεων, για συναλλαγές σε ώρες που η τράπεζα είναι κλειστή. 2. καθένα από τα εντοιχισμένα ορθογώνια κουτιά, συνήθ. σε ταχυδρομεία και τράπεζες, τα οποία προορίζονται για την ταξινόμηση και φύλαξη της αλληλογραφίας ή χρημάτων και πολύτιμων αντικειμένων: Tαχυδρομική ~, ατομικό γραμματοκιβώτιο στο ταχυδρομείο με δικό του αριθμό, το οποίο νοικιάζει κάποιος για να δέχεται εκεί την αλληλογραφία του. ~ τράπεζας, ατομικό χρηματοκιβώτιο.
[λόγ. < αρχ. θυρίς, αιτ. -ίδα `πορτάκι, μικρό παράθυρο΄ (υποκορ. του θύρα) σημδ. γαλλ. guichet]