Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυμώνω [θimóno] Ρ1α μππ. θυμωμένος* : 1. αισθάνομαι έντονη δυσαρέσκεια την οποία εκδηλώνω με εξίσου έντονο τρόπο: Θύμωσε ο πατέρας του και τον έδειρε. Θύμωσα πολύ με τη συμπεριφορά της. 2. θυμώνω εναντίον κάποιου: Mη μου θυμώνεις. Mας θύμωσε και δε μας μιλάει. 3. κάνω κπ. να θυμώσει: Tον θύμωσαν τα λόγια σου. Mη με θυμώνεις. 4. (μτφ., λαϊκότρ.): Θύμωσε ο καιρός / η θάλασσα, αγρίεψε.
[μσν. θυμώνω < αρχ. θυμ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυμώνω· μτχ. ενεστ. θυμώντας.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ (Μτβ.) προκαλώ την οργή κάπ., θυμώνω κάπ.:
- (Πεντ. Δευτ. IX 8).
- Β´ Αμτβ.
- α) Οργίζομαι, θυμώνω:
- εθύμωσε ως δράκος (Διακρούσ. 8811)·
- β) (προκ. για ζώα) αγριεύω:
- Η αρκούδα … πολλά θυμώνει (Διγ. O 1332).
- α) Οργίζομαι, θυμώνω:
- Α´ (Μτβ.) προκαλώ την οργή κάπ., θυμώνω κάπ.:
- II. Μέσ.
- 1) Οργίζομαι, θυμώνω:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 2745)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Λίβ. Esc. 3916).
- 2)
- α) Εξεγείρομαι, επαναστατώ· δεν υπακούω σε κάπ.:
- θυμώθου· αφόν πιον δεν ολπίζεις … (Κυπρ. ερωτ. 9320)·
- β) (προκ. για ζώα) αγριεύω, αφηνιάζω:
- (Χρον. Μορ. H 5074).
- α) Εξεγείρομαι, επαναστατώ· δεν υπακούω σε κάπ.:
- 1) Οργίζομαι, θυμώνω:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1)
- α) Οργισμένος, θυμωμένος· αγριεμένος:
- (Ερωφ. Δ´ 494)·
- β) άγριος, ανήμερος:
- Ο δε σινιόρ Μερκούριος ως λέων θυμωμένος (Κορων., Μπούας 80).
- α) Οργισμένος, θυμωμένος· αγριεμένος:
- 2) Ψυχωμένος, θαρραλέος:
- στρατόν … εις το πολεμείν άπαντα θυμωμένον (Κορων., Μπούας 47).
- 1)
[αρχ. θυμόω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.