Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυμωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμωμένος -η -ο [θimoménos] Ε3 μππ. του θυμώνω : που έχει θυμώσει. 1. που αισθάνεται έντονη δυσαρέσκεια την οποία εκδηλώνει με εξίσου έντονο τρόπο: Ήρθε πολύ ~. 2. που έχει θυμώσει εναντίον κάποιου: Mη μας κάνεις τη θυμωμένη. 3. (μτφ., λαϊκότρ.): Θυμωμένη θάλασσα, αγριεμένη. Tο σπυρί είναι θυμωμένο, έχει φλόγωση. θυμωμένα ΕΠIΡΡ.

[μσν. θυμωμένος μππ. του θυμώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες