Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θυμούμαι· μτχ. ενεστ. (ονομ. πληθ.) θυμούντες· θυμώντα· θυμώντας.
-
– Βλ. και ενθυμούμαι.
- 1)
- α) Βάζω, έχω κ. στο νου μου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
- πράγμα κακόν μη θυμηθείς (Σπαν. B 282)·
- β) ξαναφέρνω κ. στη μνήμη μου, θυμάμαι:
- (Πανώρ. Δ´ 6)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Δευτ. VII 18)·
- γ) μνημονεύω:
- σας θυμούμαι … στην προσευχή μου (Πανώρ. Δ´ 408).
- α) Βάζω, έχω κ. στο νου μου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
- 2)
- α) Στοχάζομαι, αναλογίζομαι:
- πως αγάπησες κι εσύ πολλές φορές θυμήσου (Πανώρ. Δ´ 328)·
- β) έχω στο νου μου, νοιάζομαι κάπ.:
- θυμού για το Τζαβάρλα μας (Φορτουν. Γ´ 107).
- α) Στοχάζομαι, αναλογίζομαι:
- 3)
- α) Μου έρχεται μια σκέψη, μια ιδέα:
- λαλήσαι μέρος των αυτού πράξεων εθυμήθην (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 30)·
- β) μου έρχεται κ. στο νου, με βοηθάει η μνήμη μου:
- Όλα του τα καμώματα … δεν θυμούμαι να τα πω (Γαδ. διήγ. 468).
- α) Μου έρχεται μια σκέψη, μια ιδέα:
- 4)
- α) Αναπολώ, νοσταλγώ:
- τσι ξεφάντωσες … μη θυμάσαι (Πανώρ. Γ´ 341)·
- β) φαντάζομαι· ονειρεύομαι:
- γάδαρον εθυμήθηκε τον κύρην τον δικόν του (Αιτωλ., Μύθ. 1397).
- α) Αναπολώ, νοσταλγώ:
- 5)
- α) Λαβαίνω κ. υπόψη μου, λογαριάζω:
- θύμου, Κροίσο …, διά την φιλαργυριά σου (Βεντράμ., Φιλ. 23)·
- β) έχω κ. υπόψη μου, ξέρω:
- διάξες άλλαξα και τά θυμάσαι αφήκα (Πανώρ. Γ´ 284)·
- γ) (προκ. για προειδοποίηση ή απειλή):
- με δάκρυα θε να μου θυμηθείτε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55618).
- α) Λαβαίνω κ. υπόψη μου, λογαριάζω:
[<αρχ. ενθυμούμαι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)