Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυμιατό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμιατό το [θimnató] Ο38 : το θυμιατήρι.

[μσν. θυμιατόν ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. θυμιατός `κατάλληλος να καεί σαν θυμίαμα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμιατό(ν) το.
  • α) Θυμιατό, λιβανιστήρι:
    • (Ιμπ. (Legr.) 512
  • β) (εκκλ.) θύμιασμα· μέρος της ακολουθίας κατά το οποίο θυμιάζει ο διάκος ή ο ιερέας το εκκλησίασμα:
    • πού ήτον εις το θυμιατόν; ας βάλλει μετανοίας (Προδρ. IV 47-1 χφφ HVPK κριτ. υπ).

[<ουσ. θυμιατός ο με αλλαγή γένους (Θαβώρης 1969: 67). Η λ. στο Βλάχ. (όν) και σήμ. (ό)]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμιατός ο· φυμιατός.
  • α) Θυμιατό, λιβανιστήρι:
    • θυμιατός αργυρός (Κωδ. Πάτμου I 31
  • β) θύμιασμα:
    • αμαρτίες οι ποίες συγχωρούνται με τον φυμιατόν (Μαχ. 6621).

[αρσ. του αρχ. επιθ. θυμιατός ως ουσ. (Θαβώρης 1969: 66-7). Η λ. τον 4. αι. (Lampe) και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες