Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυμιατήρι το [θimnatíri] Ο44 : λειτουργικό σκεύος, κυρίως μεταλλικό, με ημισφαιρικό και διάτρητο κάλυμμα, μέσα στο οποίο καίγεται το θυμίαμα για τη θεία λατρεία· θυμιατό, λιβανιστήρι1.
[μσν. θυμιατήρι(ν) < αρχ. θυμιατήριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυμιατήρι(ον) το· θυμιαντήρι.
-
- Θυμιατό, λιβανιστήρι:
- (Πόλ. Τρωάδ. 7248 κριτ. υπ.)·
- (προκ. για την Παναγία):
- θυμιατήριον χρυσούν (Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 85).
[αρχ. ουσ. θυμιατήριον. Τ. ‑ντήριον σε επιγρ. (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ. (‑ι)]
- Θυμιατό, λιβανιστήρι: