Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυμιάζω [θimnázo] -ομαι Ρ2.1 : θυμιατίζω.
[μσν. θυμιάζω < αρχ. θυμι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. θυμιασ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυμιάζω.
-
- (Μτβ. και αμτβ.) θυμιατίζω:
- πάσα ναόν εθύμιασε (Θυσ. Ζ´ [482])·
- θυμιάσαντες … οι στρατιώται (Βίος Αλ. 5574).
[<αόρ. του αρχ. θυμιάω. Η λ. το 10. αι. (L‑S· βλ. και Lampe) και σήμ.]
- (Μτβ. και αμτβ.) θυμιατίζω: