Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυμητικό το [θimitikó] Ο38 : (οικ.) η μνήμη: Δεν έχεις καθόλου ~ καημένε.
[μσν. θυμητικό ουδ. του επιθ. θυμητικός < θυμη- (θυμούμαι) -τικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυμητικόν το· θυμητικό.
-
- Ευκολία στη μνήμη:
- είχε το θυμητικόν … και έμαθε τα γράμματα χωρίς κανένα κόπον (Ιστ. Βλαχ. 465· Συναδ. φ. 18v).
[ουδ. του επιθ. θυμητικός (Δημ.) ως ουσ. Η λ. στο Somav. Ο τ. και σήμ.]
- Ευκολία στη μνήμη: