Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυμελικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θυμελικός, επίθ.
  • Θεατρικός:
    • Περί θεάτρων και θυμελικών παιγνίων (Βακτ. αρχιερ. 155).
  • Το θηλ. ως ουσ. = θεατρίνα· γυναίκα ελευθέριων ηθών:
    • Αι θυμελικαί ή πόρναι (Ελλην. νόμ. 5416).

[μτγν. επίθ. θυμελικός. Το θηλ. ως ουσ. σε επιγρ. (Steph.· το αρσ. ήδη μτγν., L‑S)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμελικός -ή -ό [θimelikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη θυμέλη.

[λόγ. < ελνστ. θυμελικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες