Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυελλώδης -ης -ες [θielóδis] Ε11 : 1. που έχει θύελλες: ~ καιρός. 2α. ~ άνεμος, πολύ δυνατός. β. (μτφ.): ~ συζήτηση / συνεδρίαση, έντονη, βίαιη ή θορυβώδης. ~ χαρακτήρας, ορμητικός.
[λόγ. < ελνστ. θυελλώδης]