Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρύμμα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρύμμα το [θríma] Ο48 : το θρύψαλο. || το τρίμμα.

[αρχ. θρύμμα]

[Λεξικό Κριαρά]
θρύμμα το.
  • Κομμάτι ψωμιού (ή άλλου φαγώσιμου):
    • θρύμματα να φάγω να χορτάσω (Προδρ. IV 391).

[αρχ. ουσ. θρύμμα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρυμματίζω [θrimatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. για αντικείμενο το οποίο, όταν σπάζει, γίνεται πολύ μικρά κομμάτια: Aπό την έκρηξη θρυμματίστηκαν τα τζάμια των γύρω σπιτιών. Bρέθηκε με θρυμματισμένο κρανίο. 2. (μτφ.) διασπώ κτ. σε τόσα πολλά μέρη, ώστε χάνεται, καταστρέφεται το σύνολό του: H αποσπασματική απόδοση θρυμματίζει την ενότητα του έργου. Zούμε σε μία θρυμματισμένη πραγματικότητα.

[θρυμματ- (θρύμμα) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρυμμάτισμα το [θrimátizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θρυμματίζω.

[θρυμματισ- (θρυμματίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρυμματισμός ο [θrimatizmós] Ο17 : το θρυμμάτισμα.

[λόγ. θρυμματισ- (θρυμματίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες