Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θρύβω· μτχ. αορ. θρύβας.
-
- (Ενεργ. και μέσ.) θρυμματίζομαι, συντρίβομαι:
- μέλλει θρύψαι το λιθάριν (Πτωχολ. α 394)·
- θρύβουνται τα ξίφη (Φλώρ. 1200).
[<αρχ. θρύπτω. Η λ. το 12. αι. και σήμ. ποντ.]
- (Ενεργ. και μέσ.) θρυμματίζομαι, συντρίβομαι: