Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρόμβος ο [θrómvos] Ο18 : σταγόνα αίματος με γλοιώδη υφή το οποίο έχει πήξει. || (ιατρ.) μικρή μάζα από πηγμένο αίμα που σχηματίζεται στο κυκλοφορικό σύστημα ενός ζωντανού οργανισμού. || (μτφ.): Θρόμβοι ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό του.
[λόγ. < αρχ. θρόμβος]