Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρόισμα το [θróizma] Ο49 : ελαφρός, συγκεχυμένος και συνεχής θόρυβος που τον δημιουργεί ο αέρας καθώς περνά μέσα από τα φύλλα των δέντρων. || Kαθώς περπατούσε ακουγόταν το ~ της μακριάς μεταξωτής της φούστας.
[λόγ. θροϊσ- (θροΐζω) -μα]