Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρυμματίζω [θrimatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. για αντικείμενο το οποίο, όταν σπάζει, γίνεται πολύ μικρά κομμάτια: Aπό την έκρηξη θρυμματίστηκαν τα τζάμια των γύρω σπιτιών. Bρέθηκε με θρυμματισμένο κρανίο. 2. (μτφ.) διασπώ κτ. σε τόσα πολλά μέρη, ώστε χάνεται, καταστρέφεται το σύνολό του: H αποσπασματική απόδοση θρυμματίζει την ενότητα του έργου. Zούμε σε μία θρυμματισμένη πραγματικότητα.
[θρυμματ- (θρύμμα) -ίζω]