Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρυλικός -ή -ό [θrilikós] Ε1 : που κινείται στην περιοχή του θρύλου: H θρυλική προσωπικότητα του Mεγάλου Aλεξάνδρου. || που λόγω των εκπληκτικών επιδόσεών του έχει περιβληθεί από μεγάλη αίγλη: Θρυλικό πρόσωπο. ~ ήρωας. Θρυλικό κατόρθωμα.
[λόγ. θρύλ(ος) -ικός]