Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρούμπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρούμπα η [θrúmba] Ο25 : ώριμη ελιά, ζαρωμένη και αρωματισμένη με ειδικό αρωματικό φυτό.

[μσν. δρούπα με παρετυμ. επίδρ. της λ. θρούμπι (το φυτό που την αρωματίζουν) < ελνστ. *δρύππα (πρβ. λατ. druppa < ελνστ. *δρύππα) < *δρύπεπη ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δρυπεπής (ἐλαία) `ελιά που έχει ωριμάσει στο δέντρο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες