Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρονί
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρονί το [θroní] Ο43 : (λογοτ.) θρόνος και γενικότερα κάθισμα.

[μσν. θρονί(ν) < θρονίον υποκορ. του αρχ. θρόν(ος) -ίον (πρβ. ελνστ. θρόνιον)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρονιάζω [θronázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : (οικ.) 1. κάθομαι, βολεύομαι κάπου άνετα και χωρίς διάθεση να σηκωθώ γρήγορα ή να παραχωρήσω τη θέση μου σε κπ. άλλο: Εσύ θρονιάστηκες καλά καλά· εγώ πού να καθίσω; 2. (μτφ.) για κπ. ο οποίος απρόσκλητα εγκαθίσταται για μεγάλο διάστημα κάπου με αποτέλεσμα να προκαλεί δυσαρέσκεια: Ήρθε για δύο μέρες, αλλά θρονιάστηκε για τα καλά και δε λέει να φύγει.

[μσν. θρονιάζω < θρόν(ος) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
θρονιάζω.
  • 1) Ενθρονίζω, εγκαθιστώ κάπ. σε θρόνο:
    • εις το σκαμνί της βασιλείας να τον έχουν θρονιάσει (Χρον. Μορ. H 490).
  • 2) (Προκ. για Αγία Τράπεζα) καθαγιάζω, εγκαινιάζω:
    • (Hagia Sophia ω 5292).

[<ουσ. θρόνος + κατάλ. ιάζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρόνιασμα το [θrónazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θρονιάζομαι.

[θρονιασ- (θρονιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
θρονίν το· θρονί· θρονίον.
  • 1)
    • α) Θρόνος βασιλικός ή ιερατικός:
      • Ο βασιλεύς εκάθισεν επάνω στο θρονί του (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1443]· Παϊσ., Ιστ. Σινά 1046
    • β) (μεταφ.) βασίλειο· βασιλική εξουσία:
      • θρονί του Κύριου (Πεντ. Έξ. XVII 16
    • γ) κυριαρχία· δύναμη:
      • το θρονί τ’ Αγαρηνού ογλήγορα θα πέσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3874
    • δ) πρωτεύουσα, βάση:
      • Ρώμα, … το θρονί της μοναρχίας του Καίσαρος (Χρον. σουλτ. 11922).
  • 2)
    • α) Κάθισμα:
      • βάνω θρονίν και λέγω της: «Έλα, κερά …» (Φαλιέρ., Ενύπν. 115
    • β) (μεταφ.) έδρα, βάση· στήριγμα:
      • Μεγάλε βασιλιέ, θρονί τση δικιοσύνης (Ερωτόκρ. Ε´ 1335
    • γ) θέση, αξίωμα:
      • εις το ψηλότερον θρονίν να φτάσεις (Κυπρ. ερωτ. 10443).

[<μτγν. ουσ. θρόνιον (L‑S· βλ. και Lampe). Ο τ. ί στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θρονιστήριον το.
  • Θρόνος:
    • το του Ηφαίστου θρονιστήριον (Βίος Αλ. 1481).

[μτγν.(;) ουσ. θρονιστήριον (Ψευδο-Καλλισθένης, L‑S Suppl.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες