Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θριαμβεύω [θriamvévo] Ρ5.1α : πετυχαίνω περίλαμπρη νίκη ή επιτυχία, η οποία προκαλεί το γενικό θαυμασμό: Θριαμβεύει ένα κόμμα στις εκλογές. Θριάμβευσαν οι αθλητές μας στους αγώνες. Θριάμβευσε στις εξετάσεις. Θριάμβευσε στο ρόλο του Άμλετ. || υπερισχύω, επικρατώ σχεδόν ολοκληρωτικά: Tελικά το δίκαιο / η αλήθεια θα θριαμβεύσει.
[λόγ. < ελνστ. θριαμβεύω < θρίαμβος μτφρδ. (ελνστ.) λατ. triumpho]
[Λεξικό Κριαρά]
- θριαμβεύω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Θριαμβολογώ, προσβάλλω (κάπ.) με θριαμβολογίες:
- εθριάμβευσαν αυτούς οι Τούρκοι και έδειξαν (Σφρ., Χρον. 1404).
- 2) (Προκ. για ηττημένο) διαπομπεύω:
- (Πανάρ. 7330).
- 3) Διαφημίζω:
- εσπούδαζαν οι άγιοι να κρύβουν τας αρετάς …, να μην τας θριαμβηύουν (Βίος αγ. Νικ. 220 (‑ηύουν για ομοιοκαταληξία)).
- 1) Θριαμβολογώ, προσβάλλω (κάπ.) με θριαμβολογίες:
- Β´ (Αμτβ.) αναδεικνύομαι νικητής, νικώ:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ´ [87]).
[μτγν. θριαμβεύω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θριαμβεύων -ουσα -ον [θriamvévon] Ε12 : (λόγ.) που θριαμβεύει. || (εκκλ.) Θριαμβεύουσα εκκλησία*.
[λόγ. < ελνστ. θριαμβεύων μεε. του θριαμβεύω]