Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θριαμβευτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θριαμβευτής ο [θriamveftís] Ο7 θηλ. θριαμβεύτρια [θriamvéftria] Ο27 : αυτός που έχει θριαμβεύσει, που έχει πετύχει περίλαμπρη νίκη: Ο ~ των εκλογών / της μάχης. || (ως επίθ.): ~ στρατός. Θριαμβεύτρια ομάδα.

[λόγ. < ελνστ. θριαμβευτής < θριαμβεύω μτφρδ. (ελνστ.) λατ. triumphator· λόγ. θριαμβευ(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
θριαμβευτής ο.
  • Αυτός που έχει θριαμβεύσει:
    • (Ζήν. Β´ 275).

[<θριαμβεύω + κατάλ. τής. Η λ. τον 4. αι. (Lampe), στη Σούδα και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες