Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρηνώ [θrinó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. με κλάματα, κραυγές και οιμωγές εκφράζω βαθύτατο ψυχικό πόνο για μια συμφορά (προσωπική, οικογενειακή, γενικότερη). || Θα θρηνήσουμε θύματα, θα σκοτωθούν άνθρωποι. 2. με οποιοδήποτε άλλον τρόπο εκφράζω βαθύτατο ψυχικό πόνο: Οι πρόσφυγες θρηνούν για τις χαμένες πατρίδες τους.
[αρχ. θρηνῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- θρηνώ· μέσ. αόρ. θρηνίστηκα.
-
- I. Ενεργ.
- α) (μτβ. και αμτβ.) κλαίω, θρηνώ:
- (Διγ. Άνδρ. 4126)·
- β) (με σύστ. αντικ.):
- (Φλώρ. 90).
- α) (μτβ. και αμτβ.) κλαίω, θρηνώ:
- II. Μέσ. (μτβ. και αμτβ.) κλαίω, θρηνώ:
- θρηνούνται τη σκλαβιάν τως (Λεηλ. Παροικ. 243)·
- εκλαίγαν κι εθρηνούντα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24817)·
- απήτις εθρηνίστηκεν, πάλιν μοιρολογάται (Ριμ. κόρ. 748).
[αρχ. θρηνέω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρηνώδης -ης -ες [θrinóδis] Ε11 : (λόγ.) που μοιάζει με θρήνο1: ~ κραυγή / φωνή.
[λόγ. < αρχ. θρηνώδης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρηνωδία η [θrinoδía] Ο25 : θρηνητικό τραγούδι. || θρήνος.
[λόγ. < αρχ. θρηνῳδία]