Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρηνολογώ [θrinoloγó] Ρ10.9α : κλαίω, θρηνώ παρατεταμένα.
[ελνστ. θρηνολογῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- θρηνολογώ.
-
- I. Ενεργ. (μτβ. και αμτβ.) θρηνώ, μοιρολογώ:
- θρηνολογά η μάννα της (Δεφ., Σωσ. 208).
- II. Μέσ. (μτβ. και αμτβ.) θρηνώ, μοιρολογώ:
- Βελισάριον … θρηνολογούνται (Ριμ. Βελ. ρ 950)·
- να δέρνεται η ταλαίπωρη και να θρηνολογάται (Ντελλαπ., Στ. θρην. 295).
[<ουσ. θρήνος + ‑λογώ. Η λ. σε επιγρ. και σήμ.]
- I. Ενεργ. (μτβ. και αμτβ.) θρηνώ, μοιρολογώ: