Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θρηνητικός, επίθ.
-
- Που εκφράζει πόνο, θλίψη:
- θρηνητικά λόγια (Διγ. Άνδρ. 41216).
[αρχ. επίθ. θρηνητικός. Η λ. και σήμ.]
- Που εκφράζει πόνο, θλίψη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρηνητικός -ή -ό [θrinitikós] Ε1 : που θρηνεί, που εκφράζει βαθύτατη θλίψη ή πόνο: Θρηνητικά τραγούδια.
θρηνητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. θρηνητικός]