Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρεφτάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρεφτάρι το [θreftári] Ο44 : αρνί, κατσίκι ή μοσχάρι που το τρέφουν ειδικά, επειδή προορίζεται για σφάξιμο. || άνθρωπος καλοθρεμμένος, παχύς.

[ελνστ. θρεπτάριον με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες