Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θρεπτικός, επίθ.
-
- 1) Που συντελεί στη θρέψη:
- θρεπτικών … βοτανών (Μάρκ., Βουλκ. 34825).
- 2) Ζωογόνος:
- ακτίνες … ζωτικές και θρεπτικές (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [312]).
[αρχ. επίθ. θρεπτικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που συντελεί στη θρέψη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρεπτικός -ή -ό [θreptikós] Ε1 : 1. που περιέχει στοιχεία απαραίτητα για την καλή διατροφή ενός οργανισμού: Θρεπτικές τροφές. Φρούτα πλούσια σε θρεπτικά συστατικά. || Yπάρχουν κρέμες θρεπτικές, εφοδιασμένες δηλαδή με τις ανάλογες βιταμίνες για να τρέφουν το δέρμα. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη1: Θρεπτικό σύστημα, σύνολο οργάνων που πραγματοποιούν την αφομοίωση των τροφών.
[λόγ. < αρχ. θρεπτικός]