Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θραύσμα το [θrávzma] Ο48 : καθένα από τα πολλά μικρά κομμάτια στα οποία διασπάστηκε ένα αντικείμενο που έσπασε: Tραυματίστηκε από θραύσματα χειροβομβίδας.
[λόγ. < αρχ. θραῦσμα]