Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θραύση η [θráfsi] Ο31 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θραύω. ΦΡ κάνω ~: α. για κπ. ή για κτ. που είναι πολύ αποτελεσματικός, που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία: Aυτό το έργο / το βιβλίο έκανε ~. || Στον πόλεμο του ΄40 το πυροβολικό μας έκανε ~. β. για κτ. βλαβερό που έχει πολύ μεγάλη εξάπλωση: Tα ναρκωτικά κάνουν ~.
[λόγ. < ελνστ. θραῦ(σις) -ση `καταστροφή΄, αρχ. σημ.: `σπάσιμο΄]