Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρακικός -ή -ό [θrakikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη Θράκη ή με τους κατοίκους της: Θρακική χερσόνησος. Θρακικό πέλαγος. Εταιρεία Θρακικών Mελετών.
[λόγ. < ελνστ. θρακικός]