Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρήσκος -α -ο [θrískos] Ε4 : που έχει βαθύτατη πίστη και τηρεί με ευλάβεια τους κανόνες της θρησκείας του. || (ως ουσ.) ο θρήσκος, θηλ. θρήσκα.
[ελνστ. θρῆσκος]