Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρήνος ο [θrínos] Ο18 : 1. έκφραση βαθύτατου ψυχικού πόνου με κλάματα, κραυγές, οιμωγές κτλ.: Aκούγονται οι θρήνοι της από μακριά. Θρήνοι και κοπετοί. || Έγινε ~. (έκφρ.) ~, κλαυθμός* και οδυρμός. || Επιτάφιος* Θρήνος. 2. λόγος, συνήθ. έμμετρος, με τον οποίο εκφράζεται βαθύτατη θλίψη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: ~ της Kωνσταντινουπόλεως, ποίημα το οποίο θρηνεί την άλωση της Kωνσταντινουπόλεως από τους Tούρκους. Λαϊκοί θρήνοι, μοιρολόγια.
[αρχ. θρῆνος]
[Λεξικό Κριαρά]
- θρήνος (I) ο· φρήνος.
-
- α) Κλάμα, θρήνος:
- (Κορων., Μπούας 29)·
- β) ποίημα θρηνητικό:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 247).
[αρχ. ουσ. θρήνος. Η λ. και σήμ.]
- α) Κλάμα, θρήνος:
[Λεξικό Κριαρά]
- θρήνος (II) το.
-
- Κλάμα, θρήνος:
- τον έθαψε με … μεγάλον θρήνος (Θησ. Ϛʹ [624]).
[αρχ. ουσ. θρήνος το. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κλάμα, θρήνος: