Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρέψη η [θrépsi] Ο31 : 1. το σύνολο των λειτουργιών με τις οποίες τα έμβια όντα αφομοιώνουν τις ουσίες που παίρνουν για τη συντήρηση και την αύξησή τους: Λειτουργίες / ανωμαλίες της θρέψης. 2. το αποτέλεσμα του διατρέφω.
[ελνστ. θρέψις (-σις > -ση)]