Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θράσος το [θrásos] Ο46β : προκλητική έλλειψη δισταγμού στη συμπεριφορά κάποιου, η οποία εκδηλώνεται με λόγια ή ενέργειες που κανονικά δεν πρέπει να λέγονται ή να γίνονται: Έχει το ~ να μιλάει για πράγματα που αγνοεί. Tο ~ του δεν έχει όρια. || υπερβολικό θάρρος, κυρίως στη διεκδίκηση κάποιας νόμιμης απαίτησης.
[λόγ. < αρχ. θράσος]
[Λεξικό Κριαρά]
- θράσος το· θράσο(ν).
-
- 1) Θάρρος, τόλμη, αφοβία:
- (Ιμπ. 11).
- 2) Αυθάδεια, αδιαντροπιά, θράσος:
- (Σπαν. A 455).
- 3) Θάρρος· δύναμη:
- (Διήγ. Βελ. χ 40).
[αρχ. ουσ. θράσος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θάρρος, τόλμη, αφοβία: