Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θράκα η [θráka] Ο25α : σωρός από αναμμένα κάρβουνα που μένει μετά το σβήσιμο της φωτιάς, η ανθρακιά: Σουβλάκι ψημένο στη ~· ΣYN στα κάρβουνα.
[*αθράκα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < μσν.(;) αθράκ(ι) μεγεθ. -α < αρχ. ἀνθράκιον `μαγκάλι΄ με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ]