Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θορύβηση η [θorívisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θορυβώ2β, έντονη ανησυχία και ταραχή: H ~ του κοινού από φήμες για οικονομική κρίση / για εξάπλωση της επιδημίας.
[λόγ. θορυβη- (θορυβώ) -σις > -ση]