Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θορυβώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θορυβώδης -ης -ες [θorivóδis] Ε11 : ANT αθόρυβος. 1α. που προκαλεί θόρυβο: Θορυβώδες μηχάνημα. ~ συγκέντρωση / διαδήλωση. Θορυβώδεις εκδηλώσεις. β. στον οποίο επικρατεί θόρυβος: ~ δρόμος. Θορυβώδη νυχτερινά κέντρα. 2. (μτφ.) που προκαλεί θόρυβο2, πολλές συζητήσεις και αντιδράσεις θετικές ή αρνητικές: H ~ παρουσία / εμφάνιση της νεαρής ηθοποιού στο φεστιβάλ. θορυβωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. θορυβώδης· λόγ. < ελνστ. θορυβωδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες