Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θορυβημένος, μτχ. επίθ.· θορυβισμένος.
-
- Ταραγμένος, αναστατωμένος· τρομαγμένος:
- θορυβημένος εξυπνά (Φλώρ. 487).
[μτχ. παρκ. του θορυβώ ως επίθ. Η λ. και σήμ.]
- Ταραγμένος, αναστατωμένος· τρομαγμένος: