Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θολώνω [θolóno] Ρ1α μππ. θολωμένος : 1α. κάνω ένα υγρό να χάσει τη διαύγειά του, το κάνω θολό1α: H λάσπη θόλωσε το νερό της λίμνης. H σουπιά θολώνει τα νερά με το μελάνι της. Θολωμένο ξίδι. || γίνομαι θολός: Θόλωσε το ποτάμι από τις βροχές / το κρασί από το κούνημα. ΦΡ ~ τα νερά, δημιουργώ σύγχυση για να συγκαλύψω κτ. β. κάνω ένα στερεό να χάσει τη στιλπνότητα ή τη διαφάνειά του, το κάνω θολό1β: Οι υδρατμοί θόλωσαν τον καθρέφτη. || Mάτια θολωμένα από τα δάκρυα. || γίνομαι θολός: Tα τζάμια θόλωσαν από την πολλή σκόνη. || Θόλωσαν τα μάτια του από τα δάκρυα / τον καταρράκτη. ΦΡ θόλωσε το μάτι του, για κπ. που βρίσκεται σε μεγάλη ψυχική έξαψη: Θόλωσε το μάτι του από το μίσος / την αγανάκτηση. Θόλωσε το μάτι του μόλις την είδε. Θόλωσε το μάτι του από την πείνα, υπερβολή για κπ. που δεν τρέφεται σωστά, που πείνασε πολύ. γ. κάνω κτ. θολό1γ, ώστε να μην μπορώ να το διακρίνω καθαρά. || γίνομαι θολός: Θόλωσε η εικόνα της τηλεόρασης. δ. κάνω κτ. θολό1δ, ελαττώνω τη διαφάνεια του αέρα: Ο καπνός θολώνει την ατμόσφαιρα. || γίνομαι θολός: Θόλωσε ο ουρανός. 2. (μτφ.) α. προκαλώ προσωρινή ή μόνιμη ελάττωση μιας πνευματικής λειτουργίας: Tο μίσος / ο έρωτας θολώνει το μυαλό / τη σκέψη / την κρίση. Tα γερατειά θολώνουν την πνευματική διαύγεια. || παρουσιάζω ελάττωση μιας πνευματικής λειτουργίας: Θόλωσε το μυαλό του μόλις είδε τον προδότη, και τον σκότωσε. β. κάνω κτ. ασαφές και συγκεχυμένο, συνήθ. σκόπιμα: Προσπαθεί με διάφορες δικαιολογίες να θολώσει την κατάσταση / πραγματικότητα.
[μσν. θολώνω < αρχ. θολ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- θολώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ (Μτβ.) κάνω κ. να χάσει τη διαύγειά του, θολώνω κ.:
- (Αιτωλ., Μύθ. 878)·
- α) (μεταφ.) θολώνω κ.:
- τους οφθαλμούς του εθόλωσεν (Διγ. Esc. 1128)·
- β) (μεταφ.) ταράζω, συγχύζω· οργίζω κάπ.:
- είπεν ο Ιαακώβ προς το Συμεών … «Εθολώσετε εμέν να με βρομίσετε εις το καθιζάμενο της ηγής» (Πεντ. Γέν. XXXIV 30).
- Β´ (Αμτβ.) σκοτεινιάζω:
- Εθόλωσεν ο ουρανός και έγινε εσπέρα (Διακρούσ. 9624).
- Α´ (Μτβ.) κάνω κ. να χάσει τη διαύγειά του, θολώνω κ.:
- II. Μέσ.
- α) Γίνομαι θολός, θολώνω:
- το νερόν … θολώνεται, … γίνεται ως το βούρκος (Φλώρ. 1361)·
- β) σκοτεινιάζω:
- Οι ουρανοί εθολώθησαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44813)·
- γ) γίνομαι άγριος:
- στην πρόσοψιν θολώθηκεν κι εγίνηκε κατάγριος (Θησ. Η´ [664]).
- α) Γίνομαι θολός, θολώνω:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) Θαμπός, που δεν έχει λάμψη:
- ζαφείρι … θολωμένον (Φλώρ. 496)·
- β) σκοτεινιασμένος:
- ουρανόν … θολωμένον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [989]).
- α) Θαμπός, που δεν έχει λάμψη:
[αρχ. θολόω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- I. Ενεργ.