Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θολούρα η [θolúra] Ο25α : (οικ.) 1. έλλειψη διαύγειας στην ατμόσφαιρα, που την προκαλεί η κακοκαιρία ή η ρύπανση: Mέσα στη ~ με δυσκολία ξεχωρίζεις τον ορίζοντα / τα γύρω βουνά. 2. (μτφ.) έλλειψη πνευματικής διαύγειας: Έχω μια ~ στο μυαλό μου.
[θολ(ός) -ούρα]