Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θολίτης ο [θolítis] Ο10 : πέτρα λαξευμένη σε σχήμα σφήνας, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός θόλου.
[λόγ. θόλ(ος) -ίτης μτφρδ. γερμ. Gewölbstein ή γαλλ. voussoir ή αγγλ. arch stone]