Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θλιπτικός, επίθ.· θλιφτικός.
-
- (Στον πληθ. του ουδ. με παράλειψη του ουσ. ρούχα) πένθιμα ρούχα:
- δε θέλ’ η κακορίζικη πλιο τση άσπρα να φορέσει, μα θλιφτικά (Ερωτόκρ. Γ´ 1758).
[μτγν. επίθ. θλιπτικός]
- (Στον πληθ. του ουδ. με παράλειψη του ουσ. ρούχα) πένθιμα ρούχα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θλιπτικός -ή -ό [θliptikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη θλίψη 2: Θλιπτικό φορτίο. Θλιπτικές τάσεις.
[λόγ. < ελνστ. θλιπτικός `που είναι αποτέλεσμα συμπίεσης΄]