Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θλιμμένος -η -ο [θliménos] Ε3 μππ. του θλίβω : ANT χαρούμενος. 1α. που αισθάνεται θλίψη: Σπάνια τον βλέπεις να γελάει, είναι σχεδόν πάντοτε ~. (σε αγγελτήριο θανάτου): Οι θλιμμένοι συγγενείς. || (μτφ.): ~ ουρανός, συννεφιασμένος. β. που εκδηλώνει θλίψη: Θλιμμένη όψη / μορφή / καρδιά / ψυχή. Θλιμμένο βλέμμα / ύφος / πρόσωπο / χαμόγελο. Θλιμμένα μάτια. 2. (για αφηρ. ουσ.) α1. που εκφράζει συναισθήματα θλίψης, βαθιάς μελαγχολίας: Tραγουδούσε ένα θλιμμένο σκοπό. Έγραφε θλιμμένους στίχους. α2. που δημιουργεί συναισθήματα θλίψης: Ο ~ ήχος της καμπάνας. Tα θλιμμένα φθινοπωρινά απογεύματα. β. θλιβερός1γ: H θλιμμένη ζωή μου. Tα θλιμμένα χρόνια της μοναξιάς / ξενιτιάς.
θλιμμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε / τραγουδούσε ~. [μσν. *θλιμμένος (πρβ. μσν. επίρρ. θλιμμένα) μππ. του θλίβω]