Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θλίβω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θλίβω [θlívo] -ομαι Ρ4 μππ. θλιμμένος* : (ενεργ., κυρ. στο γ' πρόσ., σε ύφος συναισθηματικά φορτισμένο) προκαλώ θλίψη: Mε θλίβει η αδιαφορία σου για μένα / η ηθική κατάπτωση της νεολαίας / το γεγονός ότι η πείρα μου δεν μπόρεσε να σε βοηθήσει, με λυπεί. || (παθ.) αισθάνομαι θλίψη: Θλίβομαι όταν βλέπω τόση δυστυχία γύρω μου.

[αρχ. θλίβω]

[Λεξικό Κριαρά]
θλίβω· θλίβγω· μτχ. παρκ. θλιβωμένος.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Πιέζω, εξαναγκάζω:
      • (Διγ. Gr. 503).
    • 2) Προκαλώ στενοχώρια, λύπη:
      • (Φλώρ. 889).
  • II. Μέσ.
    • Α´ (Μτβ.) συμπονώ, λυπάμαι:
      • θλίβου τους δυστυχούντας (Σπαν. P 268· Ιμπ. 687).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Σπάζω, συνθλίβομαι:
        • (Ιατροσ. κώδ. τνζ´).
      • 2)
        • α) Λυπάμαι, στενοχωριέμαι:
          • (Ερωτοπ. 533
        • β) (με αιτιατ. του αιτίου):
          • το φεγγάρι θλίβεται τον αποχωρισμόν μου (Ευγέν. 976
        • γ) (με σύστ. αντικ.):
          • θλίβεται θλίψιν φοβεράν (Λίβ. Sc. 3082).
  • Οι μτχ. παρκ. θλιμμένος και τεθλιμμένος ως επίθ. =
    • 1) Θλιβερός, που προκαλεί θλίψη:
      • λόγους θλιμμένους είπε (Λίβ. P 1444).
    • 2) Δυστυχισμένος, ταλαιπωρημένος:
      • βάσανα της Κρήτης … της πολλά θλιμμένης (Διακρούσ. 11111).
    • 3) Καταθλιπτικός:
      • βαρύς και τεθλιμμένος της δουλοσύνης ο ζυγός (Ιστ. Βλαχ. 2585).

[αρχ. θλίβω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θλιβώ.
  • (Ενεργ. και μέσ.) λυπάμαι, στενοχωριέμαι:
    • Πολλά θλιβείς, Μαρία, διά τον υιόν σου (Ντελλαπ., Στ. θρην. 322
    • μηδέν θαρρείτε και θλιβούμαι (Κυπρ. ερωτ. 663).

[<θλίβομαι κατά τα ρ. σε ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες