Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θιασάρχης ο [θiasárxis] Ο10 θηλ. θιασάρχης [θiasárxis] & θιασάρχισσα [θiasárxisa] Ο27 : επιχειρηματίας ηθοποιός που έχει την οικονομική και καλλιτεχνική διεύθυνση ενός θιάσου.
[λόγ. < ελνστ. θιασάρχης `ηγέτης θιάσου2΄, κατά τη σημ. της λ. θίασος1· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. θιασάρχ(ης) -ισσα]