Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θησαυροφυλάκιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θησαυροφυλάκιο το [θisavrofilákio] Ο40 : κτίριο ή χώρος μέσα σ΄ αυτό όπου φυλάγονται χρήματα ή άλλα πολύτιμα αντικείμενα: Tο ~ της Tράπεζας της Ελλάδας.

[λόγ. < ελνστ. θησαυροφυλάκιον]

[Λεξικό Κριαρά]
θησαυροφυλάκιον το.
  • Θησαυροφυλάκιο:
    • (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. κζ´ 6).

[μτγν. ουσ. θησαυροφυλάκιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες