Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θησαυρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θησαυρίζω [θisavrízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 : 1. αποκτώ πάρα πολλά χρήματα, πλουτίζω·: Άλλοι έχασαν τις περιουσίες τους στον πόλεμο, ενώ αυτός θησαύρισε με τη μαύρη αγορά. Πολλοί μετανάστες θησαύρισαν στην Aμερική. 2. (σπάν.) συγκεντρώνω, συλλέγω κτ. πολύτιμο ή χρήσιμο· αποθησαυρίζω: Bιώματα θησαυρισμένα στο υποσυνείδητο. Θησαυρίζει ιδιωματικές λέξεις.

[λόγ. < αρχ. θησαυρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
θησαυρίζω.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Αποθηκεύω, συσσωρεύω:
      • (Δούκ. 36311).
    • 2) Κάνω κάπ. πλούσιο:
      • Όσαι δε ουδέν ηθέλησαν να απομείνουν εθησαύρισέν τας από λογάριν (Hist. imp. (Rochow) 197124
      • (μεταφ.):
        • θησαύριζε την ψυχήν σου (Φυσιολ. B 1121).
  • Β´ (Αμτβ.) πλουτίζω:
    • έχω … πλούτον και θησαυρίζω (Ριμ. Βελ. ρ 933).

[αρχ. θησαυρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες