Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θηριώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηριώδης -ης -ες [θirióδis] Ε11 : 1. που τον χαρακτηρίζει μεγάλη αγριότητα και απανθρωπιά: ~ τύραννος / ψυχή. Θηριώδεις πράξεις, θηριωδίες. 2. πελώριος: Ένας άντρας ~. θηριωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. θηριώδης· λόγ. < αρχ. θηριωδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες